ἀπίσσωτος

ἀπίσσωτος
ἀπίσσωτος, ον, ([etym.] πισσόω)
A unpitched,

ἄγγη Str.11.10.2

, cf. Dsc.1.71 (interpol.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απίσσωτος — η, ο (Α ἀπίσσωτος, ον) αυτός που δεν έχει αλειφθεί με πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πισσώ ( όω) < πίσσα] …   Dictionary of Greek

  • απίσσωτος — η, ο αυτός που δεν είναι πισσωμένος: Η βάρκα ήταν απίσσωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπίσσωτον — ἀπίσσωτος unpitched masc/fem acc sg ἀπίσσωτος unpitched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπίσσωτα — ἀπίσσωτος unpitched neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιττώτοις — ἀπισσώτοις , ἀπίσσωτος unpitched masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”